- μηλίς
- μηλίς, -ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς)κίτρινο χρώμα, ώχρααρχ.1. το δέντρο μηλιά2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» — οι κυδωνιές3. ονομασία μιας ασθένειας τού όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῡσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῡσι μηλίδα», Αριστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.